τριβολίζω

τριβολίζω
μετ. вспахивать трижды, троить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τριβολίζω" в других словарях:

  • τριβολίζω — Ν οργώνω αγρό για τρίτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βολή + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

  • τριβολίζω — τριβόλισα, τριβολίστηκα, τριβολισμένος, οργώνω χωράφι για τρίτη φορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριβόλισμα — το, Ν [τριβολίζω] το όργωμα τού αγρού για τρίτη φορά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»